Ρεμπετικο και Πειραιας…
τα λογια ειναι περιττα..τοσοι ρεμπετες εχουν περασει απο τον Πειραια..απο ολες τις γειτονιες του ..σε ολες τις εποχες.Ακολουθουν οι βιογραφιες αρκετων απο αυτους.
Μιχάλης Γενίτσαρης
Γεννήθηκε το 1917 στις 15 Ιουνίου στην Αγία Σοφία στον Πειραιά, οδός Αίμου από πατέρα και μητέρα φτωχούς.
Απέναντι από το σπίτι του ήτανε το καφενείο, του Γιώργου του Μπάτη στο οποίο πήγαιναν διάφοροι «μάγκες» και παίζανε μπουζούκι η μπαγλαμά. Εκεί ο Μπάτης είχε κρεμάσει στον τοίχο του δυο-τρία μπουζούκια και μπαγλαμάδες, τα οποία όποιος ήθελε έπιανε και έπαιζε μαζί με τον καφέ του. Εκεί πήγαινε ο οχτάχρονος τότε Γενίτσαρης και άκουγε. Από τότε είχε βάλει στο μυαλό του να μάθει μπουζούκι. Το πρώτο του όργανο ήτανε ένας μπαγλαμάς του πατερά του, ο οποίος βρέθηκε κριμένος σε μια κασέλα του σπιτιού όταν η μάνα του καθάριζε μια μέρα. Με αυτό το όργανο, μέχρι τα δέκα του χρόνια είχε μάθει την «Ντουντού» και τον «Μεμέτη».
Ο Μιχάλης Γενίτσαρης είχε παρατήσει νωρίς το σχολείο, ίσα-ίσα είχε βγάλει την δεύτερη τάξη. Γύρω στο 1932 δουλεύοντας σε ένα κλειδαράδικο παθαίνει ένα ατύχημα. Πατάει έναν λεβιε μιας πρέσας δίχως να του έχει πει κανείς και του παίρνει το δεξί αντιχείρα και του τον κάνει λιώμα. Μετά από αυτό, μόλις είδε και γιατρεύτηκε το χέρι του ο πατέρας του τον βάζει να δουλέψει σε λεβητοποιείο. Εκείνη ήταν η μόνη δουλειά που του άρεσε από όσες είχε κάνει, γιατί όπως έλεγε «όλοι οι μαστόροι και παραγιοί ήτανε μάγκες – ήτανε δουλειά μάγκικια». Με τα πρώτα του λεφτά αγόρασε μπουζούκι.
Στα δεκαπέντε του αρχίζει και παίζει στις γειτονιές, αυτός μπουζούκι και ένας φίλος του κιθάρα. Σε αυτήν την ηλικία γνωρίζει στου Μπάτη το καφενείο τον Ανεστη Δελιά και τον Μάρκο Βαμβακάρη.
Στα δεκαεπτά του ένας αστυφύλακας του σπάει το μπουζούκι και ο Γενίτσαρης του ορμαει και του σκίζει τον χιτώνα. Τον πιάνουνε και τον δικάζουνε να κάνει έξι μήνες στις Φυλακές Αβέρωφ. Επαιζε σε μαγαζιά μέχρι το ’52 οπότε αποσύρεται και αρχίζει να ασχολείται με το εμπόριο λαχανικών. Aφησε την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν, τις τελευταίες ημέρες, με βαριά λοίμωξη του αναπνευστικού.
Ο Μιχάλης Γενίτσαρης ήταν ακόμη παιδί όταν άκουσε για πρώτη φορά τον ήχο του μπουζουκιού, που έμελλε να σημαδέψει τη ζωή του. Δεν είχε συμπληρώσει καλά-καλά τα δέκα του χρόνια, όταν έπιασε στα χέρια του το μπαγλαμαδάκι και άρχισε και αυτοσχεδίαζε. Δάσκαλός του ο Γιώργος Mπάτης, «ένας άνθρωπος που έκανε τον κόσμο να γελάει», όπως έλεγε ο Μιχάλης Γενίτσαρης, του οποίου το καφενείο-χοροδιδασκαλείο ήταν απέναντι από το καφενείο του πατέρα του. Tην ουσιαστική του είσοδο στον κόσμο του ρεμπέτικου τραγουδιού έκανε στα 1928, όταν γύριζε τη λατέρνα και ο Mπάτης μάθαινε τους Πειραιώτες χορό.
Άρχισε να παίζει επαγγελματικά μπουζούκι και να τραγουδάει το 1935. Στα δεκαπέντε του έγραψε το πρώτο τραγούδι του, το «εγώ μάγκας φαινόμουνα», το οποίο γραμμοφώνησε στην «Kολούμπια» το 1937. Σε μια συνέντευξη του λέει ο Γενιτσαρης ότι όταν το άκουσε η μάνα του να παίζει στα γραμμόφωνα κλείστηκε μες στο σπίτι της από ντροπή. Tο τραγούδι σημείωσε μεγάλη επιτυχία και ο δημιουργός του ξεκίνησε τις εμφανίσεις του στο ρεμπέτικο πάλκο «Δάσους» του A. Bλάχου, στον Bοτανικό. Aκολούθησαν συνεργασίες με κορυφαία ονόματα του ρεμπέτικου, μεταξύ των οποίων ο μεγάλος δάσκαλος Mάρκος Bαμβακάρης και οι Στράτος Παγιουμτζής, Aνέστος Δειλιάς, K. Kαρίπης, Σ. Kυρομύτης κ.ά.
H αγάπη του, ωστόσο, για το ρεμπέτικο και το μπουζούκι ήταν για την εποχή του «παράνομη», γι’ αυτό και διώχθηκε γι’ αυτήν. Την περίοδο της Κατοχής γράφει τραγούδια που στηλιτεύουν τους μαυραγορίτες, ενώ, παράλληλα, υμνεί τους τολμηρούς σαλταδόρους. Δικό του τραγούδι ο περίφημος «Σαλταδόρος».
Tο 1952, όμως, σταματά να εμφανίζεται, καθώς ήταν δυσαρεστημένος από τα μαγαζιά και αρχίζει να δίνει τραγούδια σε λαϊκούς τραγουδιστές. Mεταξύ αυτών και οι Στέλιος Kαζαντζίδης, Γρηγόρης Mπιθικώτσης, Πάνος Γαβαλάς, Kαίτη Γκρέυ, Στελλάκης και Bαγγέλης Περπινιάδης, Στράτος Διονυσίου, Xάρις Aλεξίου, Γιώργος Nταλάρας, Mανώλης Mητσιάς, Γλυκερία κ.ά.
Στο πάλκο θα επιστρέψει αρκετά χρόνια αργότερα, το 1971. Tότε θα ξεκινήσει εμφανίσεις στο «Kύτταρο» με το συγκρότημά του, έχοντας στο πλευρό του και την Aννα Xρυσάφη, την οποία ο ίδιος έπεισε να επανέλθει ύστερα από χρόνια στην ενεργό δράση.
Γιώργος Μπάτης
Ο μεγάλος ρεμπέτης του Πειραιά Γιώργος Τσωρός, γνωστός ως Γιώργος Μπάτης ή Αμπάτης
ήταν από τους πρώτους μάγκες και ρεμπέτες του Πειραιά .
Γιατί, πώς να το κάνουμε, στον Πειραιά « ανδρώθηκε» το μπουζούκι, στον Πειραιά βγήκαν οι πρώτοι
«μπουζουξήδες», και δημιουργήθηκε το πρώτο λαϊκό συγκρότημα.
Στον Πειραιά γεννήθηκαν οι πρώτοι αριστοκράτες μάγκες, ο Γιώργος Αμπάτης ή Μπάτης,
ο Μπαγιαντέρας ,ο Στέλιος Κερομύτης και άλλοι που δίδαξαν το μπουζούκι και το λαϊκό τραγούδι.
Ο Γιώργος Αμπάτης ή Μπάτης , ψευδώνυμο του Γιώργου Τσωρού, γεννήθηκε στα Μέθενα – στη Μούσκα
– το 1886.
Οταν ήταν οκτώ ετών η οικογένειά του μετακόμισε στον Πειραιά. Πήρε το ψευδώνυμο Αμπάτης ή Μπάτης
που για λόγους ευκολίας προφοράς κατέληξε σε Μπάτης.Ο Γιώργος Μπάτης ή Αμπάτης ( Τσωρός),
χωρίς κανένας από τους δικούς του να είναι μουσικός, χωρίς να έχει κανέναν να τον σπρώξει στο τραγούδι,
έγινε μουσικός ,στο σπίτι του διατηρούσε μια μεγάλη συλλογή από λαϊκά και ρεμπέτικα όργανα. Είχε μπουζούκια, μπαγλαμάδες, μισομπούζουκο, κιθάρα και ρομβία (λατέρνα).
Στα 1931 άνοιξε έναν καφενέ, το “Ζώρζ Μπατέ”, στα Λεμονάδικα του Καραϊσκάκη ( Ακτή Τζελέπη) που έμελλε
να γίνει λίκνο του λαϊκού μας τραγουδιού.
Η αγάπη του για το μπουζούκι κάνει τον καφενέ του στέκι όλων των μπουζουξήδων και των ρεμπέτηδων της
εποχής. Εκεί σύχναζαν ο Βαμβακάρης, ο Στράτος, ο Δεληάς, ο Κερομύτης, Ο Μουφλουζέλης,
ο Γιάννης Παπαϊωάννου και άλλοι φίλοι του ρεμπέτικου.
Ο Γιώργος Μπάτης είχε μια παθολογική αγάπη για το μπουζούκι και το μπαγλαμά.
Ολοι οι νέοι που ήθελαν να μυηθούν στο μπουζούκι σύχναζαν στο καφενείο του (ντεκέ) και μάθαιναν τα
«κόλπα» οργάνου.
Το 1932 ο Μπάτης δημιούργησε το πρώτο λαϊκό συγκρότημα. Πήρε με το ζόρι το Μάρκο , το Στράτο μπουζουξή Δεληά.
Το 1937 του κλείνουν το καφενείο στου Καραϊσκάκη, και τότε αναγκάζεται να κάνει άλλο στο Γιουσουρούμ του Πειραιά. Και στο νέο του καφενέ συνεχίζει να διδάσκει το μπουζούκι.
Ο Γιώργος Μπάτης είχε κι άλλα παρατσούκλια: Ντερβίσης, Μάγκας του Πειραιά, Δάσκαλος.
Το Δάσκαλος αφορούσε την προσφορά του στο λαϊκό τραγούδι.
Μέχρι τις 10 Μαρτίου του 1967 που πέθανε ο Μπάτης, σύχναζε στο Ρολόϊ του Πειραιά και στην κωλότσεπη
είχε πάντα κρυμμένο ένα μπαγλαμαδάκι.Μαζί μ αυτό τον έθαψαν.
Εγραψε πάρα πολλά τραγούδια, που όλα σχεδόν έγιναν επιτυχίες. Τα πιο γνωστά είναι:
Η ΑΤΣΙΓΓΑΝΑ , ΜΑΓΚΕΣ ΚΑΡΑΒΟΤΣΑΚΙΣΜΕΝΟΙ, Ο ΘΕΡΜΑΣΤΗΣ , ΓΚΑΜΗΛΙΕΡΙΚΟ,
ΓΥΦΤΟΠΟΥΛΑ (ΣΤΟ ΧΑΜΑΜ) , ΒΑΡΚΑ ΜΟΥ ΜΠΟΓΙΑΤΙΣΜΕΝΗ , ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΟΥ ΩΡΩΠΟΥ ,
ΤΟ ΜΠΑΡΜΠΕΡΑΚΙ , Ο ΦΑΣΟΥΛΑΣ , ΟΙ ΣΦΟΥΓΓΑΡΑΔΕΣ , ΟΙ ΦΩΝΟΓΡΑΦΙΤΖΗΔΕΣ ,
ΤΑΞΙΜΙ ΑΘΗΝΑΙΚΟ ΚΑΙ ΖΕΙΜΠΕΚΙΚΟ, ΜΠΑΤΗΣ Ο ΔΕΡΒΙΣΗΣ, ΣΟΥ ΄ΧΕΙ ΛΑΧΕΙ ,
ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ και ΖΕΜΠΕΚΑΝΟ ΣΠΑΝΙΟΛΟ (Ζούλα σε μια βάρκα) κ.α
Νικος Μαθεσης
Ο Νίκος Μάθεσης ο Τρελάκιας (1907-1975) αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση στο χώρο του ρεμπέτικου τραγουδιού. Θεωρείται ένας από τους πρωτοπόρους στιχουργούς του με σημαντική προσφορά, ενώ η καλλιτεχνική αξία του, σύμφωνα με τους ρεμπετολόγους, είναι μεγάλη. Παράλληλα όμως υπήρξε και μια προσωπικότητα μοναδική και προκλητική που έζησε κι έδρασε, πέρα από τα όρια και τις κοινωνικές συμβάσεις, στους ημιπαράνομους χώρους του Πειραιά και στο γκέτο της Δραπετσώνας. Εκεί επιβλήθηκε κι έγινε ένα ξεχωριστό πρόσωπο που έγραψε ιστορία στην εποχή του, στην πιάτσα του Πειραιά, στον υπόκοσμο και στον κόσμο των ρεμπέτηδων.
Η μυθιστορηματική ζωή του ξεκινά από τη Σαλαμίνα, στην οποία γεννήθηκε το 1907. Γύρω στα 1916-1917 εγκαταστάθηκαν οικογενειακώς στον Πειραιά, στον Άγιο Νικόλαο στο Τελωνείο. Ο πατέρας του, ο Γιώργος Μάθεσης, ήταν ένας από τους μεγαλύτερους ιχθυέμπορους στην Κεντρική Ιχθυαγορά του Πειραιά. Το 1922 ο Ν. Μάθεσης, σε ηλικία 15 ετών, βρέθηκε στην ψαραγορά κι από ‘κεί, όπου μεγάλωσε κι ανδρώθηκε, μπήκε, αργότερα, στην πιάτσα του Πειραιά.
Σ’ αυτόν τον άγριο κόσμο προσπάθησε να γίνει από τους πρώτους και καλύτερους μάγκες. Ήθελε να γίνει πρωτοπαλίκαρο και άρχισε να κάνει κατορθώματα πάνω στη μαγκιά και το νταηλίκι. Όλοι οι κουτσαβάκηδες κι οι νταήδες προπολεμικά τον υπολόγιζαν. Νόμος του ο νόμος της μαγκιάς. Ήταν πασίγνωστος. Μόλις έλεγε Νίκος Τρελάκιας, τον γνωρίζανε και οι πέτρες. Το 1938 μάλιστα έκανε και φόνο, όπου, βρισκόμενος σε άμυνα, σκότωσε τον Στρίγκλα, τον μάγκα και το φόβητρο της Φρεαττύδας.
Στη δισκογραφία του ρεμπέτικου μπήκε νωρίς, από το 1930, σαν ένας από τους πρώτους στιχουργούς του. Ηχογράφησε τα πρώτα του τραγούδια («Μες στου Νικήτα τον τεκέ» και «Ο γεωργός») με τον Γιώργο Παπασιδέρη και συνεργάστηκε με όλους τους γνωστούς συνθέτες της περιόδου 1930-1939, Γιάννη Δραγάτση ή Ογδοντάκη ή Ογδόντα, Δημήτρη Μπαρούση ή Μπαρού ή Λορέντζο, Μανόλη Χρυσαφάκη ή Φυστιξή, Γιώργο Μπάτη, Πέτρο Κυριακού, Ανέστη Δελιά ή Αρτέμη και φυσικά τον Στελλάκη Περπινιάδη(1934) με, το πασίγνωστο χασάπικο, τη θρυλική «Γάτα»:
Έδιωξα κι εγώ μια γάτα / πού’ χε γαλανά τα μάτια
σαν κοιμόμουνα τη νύχτα / μου’ χωνε βαθιά τα νύχια…
Τραγούδια του τραγούδησε και η υπέροχη και ανεπανάληπτη Ρόζα Εσκενάζυ. Τα τραγούδια του είναι τα πιο αντιπροσωπευτικά εκείνης της περιόδου και σαν στιχουργός κατατάσσεται στους πρωτοπόρους του ρεμπέτικου και λαϊκού μας τραγουδιού με ουσιώδη προσφορά στην ανάπτυξή του εκείνα τα χρόνια.
Στα επόμενα χρόνια συνεργάστηκε με τον Γιάννη Παπαϊωάννου, τον Σταύρο Τζουανάκο και με τον Βασίλη Τσιτσάνη. Το τραγούδι τους «Σε διώξαν απ’ την Κοκκινιά» ήταν από τις πιο μεγάλες επιτυχίες της εποχής(1950), ένα κλασικό ζεϊμπέκικο που παίζεται και τραγουδιέται μέχρι τις μέρες μας :
Σε διώξαν απ’ την Κοκκινιά / για τόχες παρακάνει
και στο Χατζηκυριάκειο, άμυαλη / άρχισες το σεργιάνι…
Τελευταίο του τραγούδι (ανέκδοτο) που ηχογραφήθηκε, μετά το θάνατό του, είναι το «Ένας λεβέντης έσβησε» (γραμμένο για το θάνατο του Άρη Βελουχιώτη) με τον Γιώργο Νταλάρα στο δίσκο «Τα ρεμπέτικα της κατοχής» (1980).
Ο Νίκος Μάθεσης έχει κατακτήσει, άξια κι αδιαμφισβήτητα, την πρωταγωνιστική του θέση στην ρεμπέτικη ιστορία. Αποτελεί μοναδική περίπτωση πληρότητας και αυθεντικότητας, όπου λόγος και έργο ταυτίζονται στα πλαίσια ενός βίου ακραίου, προκλητικού, αλλά, συνάμα, και δημιουργικού. Πριν λίγα χρόνια κυκλοφόρησε το βιβλίο του Λευτέρη Παπαδόπουλου «Να συλληφθεί το ντουμάνι» (εκδ. ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ, Αθήνα 2004). Πρόκειται για μια σημαντική έρευνα, στην οποία συγκεντρώνονται συνεντεύξεις που ο Λ. Παπαδόπουλος είχε πάρει, το 1972,από παλιούς ρεμπέτες και τεκετζήδες.
Ο Μάθεσης έχει τη δική του ξεχωριστή θέση στο βιβλίο, όχι μόνο λόγω της συνέντευξής του που περιέχεται σ’ αυτό, αλλά και γιατί είναι, άθελά του, αυτός που έδωσε και τον τίτλο του! Περιγράφει με τον χαρακτηριστικό λόγο του όλο το σκηνικό τεκές – τεκετζήδες – χασικλήδες – αστυνομία και καταλήγει αναφερόμενος στις εφόδους της αστυνομίας στους τεκέδες : «…Εν τω μεταξύ, με το μπραφ, έχουνε τσιλιαδόρους αυτοί. Χανότανε ο αργιλές. Ε, το ντουμάνι… Πάρε το ντουμάνι να το συλλάβεις! Και καν’ του μήνυση. Κατάλαβες;». Το κατάλαβε βέβαια ο Λευτέρης Παπαδόπουλος και είχε έτοιμο φυσικά και τον τίτλο του βιβλίου του, «Να συλληφθεί το ντουμάνι», χάρη στην άμεση κι αυθεντική αφήγηση του Μάθεση, ενός δημιουργού που, τριάντα πέντε χρόνια μετά το θάνατό του, ο λόγος του και το έργο του παραμένουν πάντα διαχρονικά.
Στρατος Παγιουμτζης
Ο Στράτος Παγιουμτζής γεννήθηκε στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας το 1904. Φέτος συμπληρώνονται εκατό δύο χρόνια από τη γέννησή του και 33 χρόνια (16/11/1971) από τότε που «έσβησε» τραγουδώντας στη Νέα Υόρκη. Πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή ήρθε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στον Πειραιά. Από παιδί μπήκε στο μεροκάματο: αρχικά ψαράς κι έπειτα «γεμιτζής», δηλαδή βαρκάρης, που μετέφερε τρόφιμα και άλλα εφόδια στα καράβια που άραζαν «αρόδο» έξω απ’ το λιμάνι.
Το μεγάλο πάθος του Στράτου ήταν το τραγούδι. Οπου κι αν βρισκόταν, στη θάλασσα, στην αγορά, στην ταβέρνα, μόλις ερχόταν στα μεράκια άρχιζε το τραγούδι. Γρήγορα γνωρίστηκε με την Πειραιώτικη παρέα του ρεμπέτικου. Μαζί με τους Μάρκο Βαμβακάρη, Ανέστη Δελιά και Γιώργο Μπάτη έφτιαξαν την πρώτη αμιγώς μπουζουξίδικη λαϊκή ορχήστρα. Ηταν η «Τετράς του Πειραιώς», ονομασία που οφείλεται μάλλον στον «ανεκδιήγητο» Μπάτη, που συνήθιζε τους καθαρευουσιάνικους, αλλά και ξενικούς (Ζορζ Μπατέ!) όρους, σνομπάροντας τους «αριστοκράτες».
Το 1934 η κομπανία πρωτοεμφανίζεται στη μάντρα του Σαραντόπουλου, στην Ανάσταση του Πειραιά και γνωρίζει πολύ μεγάλη επιτυχία. Στην κομπανία τραγουδούν όλοι, όμως ο Στράτος είναι ο βασικός τραγουδιστής. Ο τζουράς ή μπαγλαμάς, που συνήθως κρατάει, είναι περισσότερο επειδή στα λαϊκά πάλκα όλοι έπρεπε να παίζουν, ενώ ουσιαστικά ο ρόλος του ως οργανοπαίκτη ήταν σχεδόν ανύπαρκτος (όπως αφηγείται η Αγγέλα Παπάζογλου, στη Σμύρνη ανέβαιναν στο πάλκο τραγουδιστές χωρίς να κρατούν όργανο. Αντίθετα, στον Πειραιά, για όποιον δεν κρατούσε όργανο έλεγαν: «Αυτόν για νταή τον έχουν;»).
Την ίδια χρονιά ο Μάρκος ετοιμάζεται να ηχογραφήσει τον πρώτο του δίσκο (πρώτη παρουσία μπουζουξή στην ελληνική δισκογραφία). Ο Μάρκος πηγαίνει στην εταιρία για να παίξει τα τραγούδια του, αλλά όχι και να τα τραγουδήσει (πίστευε ότι δεν έχει καλή φωνή!), αφού στην κομπανία βασικός τραγουδιστής ήταν ο Στράτος. Ομως ο Σπύρος Περιστέρης, ο μαέστρος της εταιρίας, επιμένει να είναι ο Μάρκος ο ερμηνευτής των τραγουδιών του. Ετσι δημιουργείται το εξής παράδοξο: Στο λαϊκό πάλκο τα τραγούδια του Μάρκου να ερμηνεύονται – και – από το Στράτο, ενώ στη δισκογραφία τα ερμηνεύει ο Μάρκος μόνος του. Θα περάσουν σχεδόν τρία χρόνια μέχρι να ηχογραφήσει ο Στράτος τραγούδι του Συριανού φίλου του!
Ξεχωριστός ερμηνευτής
Σχεδόν παράλληλα με τον Μάρκο, ξεκινάει τη δισκογραφία και ο Γιώργος Μπάτης. Ηχογραφεί πρώτα το «Μπάτης ο δερβίσης» και ετοιμάζεται να ηχογραφήσει το «Ζεϊμπεκάνο σπανιόλο». Η κομπανία προβάρει το τραγούδι, ο Μπάτης όμως δεν μπορεί να τραγουδήσει. Ετσι το τραγούδι ηχογραφείται με τη φωνή του Στράτου και μάλιστα στον πολύ ψηλό τόνο που είχαν προβάρει για τον Μπάτη! Στη δεύτερη στροφή του τραγουδιού αναφέρεται και το παρατσούκλι του Στράτου που θα τον ακολουθήσει σε όλη του τη ζωή:
«Ηταν ο Μπάτης και ο Αρτέμης
και ο Στράτος ο “τεμπέλης”».
Ακολουθούν κι άλλα τραγούδια με τον Γιώργο Μπάτη («Οι σφουγγαράδες», «Μάγκες καραβοτσακισμένοι») και το 1936 ο Στράτος τραγουδά σε δίσκους τραγούδια και του τέταρτου της παρέας, του Ανέστη Δελιά («Μάγκες πιάστε τα βουνά», «Τον άντρα σου και μένα» κ.ά.). Επίσης ηχογραφεί περίφημους μανέδες με μοναδικό προσωπικό εκφραστικό στιλ, αλλά και με στιχάκια που κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα για αιώνες, στοιχεία που συχνά «δένουν» τους ανατολίτικους μικρασιάτικους μανέδες με το δημοτικό μας τραγούδι.
Με τους Μιχάλη Γενίτσαρη, Γιώργο Ζαμπέτα, Βαγγέλη Περπινιάδη (δεύτερος από αριστερά ο Στράτος)
«Ανοίξετε τα μνήματα, τα κόκαλα σκορπίστενα δούμε αν τον πλούσιο απ’ το φτωχό γνωρίστε»
(Παρόμοιο δίστιχο αναφέρεται πέντε αιώνες πριν στο βυζαντινό «Αλφάβητο»: «Εύρε μνημείο ανοιχτό και ανατάραξέ το…», βλέπε Νέαρχου Γεωργιάδη: «Ο Ακρίτας που έγινε ρεμπέτης»).
Τα τρία – τέσσερα πρώτα χρόνια της δισκογραφίας των Πειραιωτών ο Στράτος συμμετέχει στις περισσότερες ηχογραφήσεις, ακόμα κι όταν δεν τραγουδάει. Σε πολλά απ’ τα πρώτα τραγούδια του Μάρκου παίζει μπαγλαμά ή ποτηράκια, ενώ δεκάδες είναι οι δίσκοι όπου η φωνή του χαιρετίζει τους συμμετέχοντες στην ηχογράφηση («Γεια σου Μάρκο με τις ζωντανές σου τις πενιές σου», «Γεια σου Σπύρο μου με το μπουζουκάκι σου»). Καμιά φορά χαιρετίζει και τον εαυτό του! («Γεια σου και σένα ρε Στράτο με τον τζουρά σου»). Δεν επρόκειτο για πράξη ματαιοδοξίας. Ηταν ο πιο απλός και ταυτόχρονα ο πιο άμεσος τρόπος κατοχύρωσης των δικαιωμάτων του ρεμπέτη, η ατράνταχτη απόδειξη του «εγώ παίζω εδώ».
Συνεργασίες με μεγάλους ρεμπέτες δημιουργούς
Στα μέσα της δεκαετίας του ’30 η φωνή του Στράτου Παγιουμτζή είναι ήδη μύθος. Από τότε αναφέρεται μόνο με το μικρό του όνομα, ακόμα και σε ετικέτες δίσκων. Το 1935 τον χρησιμοποιεί ως ερμηνευτή ο Βαγγέλης Παπάζογλου («Σαν εγύριζα απ’ την Πύλο») και από το 1937 και άλλοι μεγάλοι Μικρασιάτες δημιουργοί: Ο Παναγιώτης Τούντας («Περσεφόνη μου γλυκιά», «Είν’ ευτυχής ο άνθρωπος» κ.ά.), ο Κώστας Σκαρβέλης («Σε γελάσανε», «Ο κόσμος πλούτη λαχταρά» κ.ά.) και ο Σπύρος Περιστέρης («Θαλασσινό μεράκι», «Για σένα μαυρομάτα μου» κ.ά.).
Το 1938 ο Στράτος πάει στην εταιρία τον πιτσιρικά μπουζουξή Μανώλη Χιώτη. Θα του τραγουδήσει μάλιστα το δεύτερο τραγούδι του («Δε λες το ναι και συ») και θα τον οδηγήσει στη συνεργασία με τον Δημήτρη Γκόγκο («Μπαγιαντέρα»). Ο Στράτος τραγούδησε μερικά απ’ τα καλύτερα τραγούδια του «Μπαγιαντέρα» («Γυρνώ σαν Νυχτερίδα» με μπουζούκι τον Χιώτη, «Χατζηκυριάκειο» με μπουζούκι τον Βασίλη Τσιτσάνη κ.ά.).
Με τον Τσιτσάνη γνωρίστηκε μερικούς μήνες νωρίτερα, ξεκινώντας μαζί του μια πολύχρονη συνεργασία. Δεκάδες πασίγνωστα τραγούδια του Τσιτσάνη πρωτοηχογραφήθηκαν με τη φωνή του Στράτου Παγιουμτζή, κάτι που δεν είναι καθόλου άσχετο με την επιτυχία τους.
Μετά την Κατοχή, όταν οι δισκογραφικές εταιρίες ξανανοίγουν, ο Στράτος συνεχίζει τη συνεργασία του με τους παλιότερους λαϊκούς δημιουργούς (Μάρκο, Τσιτσάνη, Χιώτη κλπ.) και με τους πιο αξιόλογους νέους, όπως ο Απόστολος Καλδάρας («Πάνω σ’ ένα βράχο»), ο Γιώργος Μητσάκης («Μάγκας βγήκε για σεργιάνι») κ.ά. Θα συνεχίσει στη δισκογραφία ως τα μέσα της δεκαετίας του ’50.
Ο Στράτος ήταν ένας αγαθός λαϊκός τύπος. Πλακατζής, φωνακλάς και αθυρόστομος, πράγμα που ενοχλούσε τους «καθώς πρέπει» τύπους των εταιριών, που δεν ήθελαν να τον βλέπουν ούτε …ζωγραφιστό! Εκτός αυτού, ο Στράτος αντιπροσώπευε τη γενιά του γνήσιου πειραιώτικου ρεμπέτικου. Ετσι, όταν γύρω στο ’55 οι εταιρίες «ξεφορτώνονται» τους παλιούς, ο Στράτος (μαζί με τους Μάρκο και Χατζηχρήστο) είναι απ’ τα πρώτα θύματα. Κρίμα κι άδικο, καθώς ο Στράτος βρίσκεται στην καλύτερη ίσως στιγμή της καριέρας του.
Το 1960, όταν ο Μάρκος επανέρχεται στη δισκογραφία με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και γνωρίζει μεγάλη επιτυχία, τότε επανέρχεται και ο Στράτος μέσω του φίλου του, Γιώργου Ζαμπέτα. Ο Ζαμπέτας, εκμεταλλευόμενος την «πέραση» που είχε στις εταιρίες, ξαναβάζει τον Στράτο στα στούντιο με προπολεμικά ρεμπέτικα του Χατζηχρήστου, του Τσιτσάνη και άλλων παλιών. Κάνοντας «επίδειξη δύναμης» στις εταιρίες, τον βάζει να πει και ένα μανέ (το περίφημο «Μινόρε του Στράτου»), πράγμα αδιανόητο για την εποχή.
Εκτός απ’ τη δισκογραφία, ο Στράτος επανέρχεται στα λαϊκά πάλκα, όπου δούλευε ασταμάτητα απ’ το 1934 έως το 1955. Ετσι, τη δεκαετία του ’60 θα ξαναδουλέψει με τον – επί 40 σχεδόν χρόνια – φίλο και συνεργάτη του Μάρκο Βαμβακάρη, με τον Γιώργο Λαύκα και άλλους λαϊκούς δημιουργούς.
Τον Οκτώβρη του 1971 κατάφερε να βγάλει διαβατήριο (μετά από πολλά «ζόρια», καθώς το 1937 είχε συλληφθεί για χρήση χασίς και πήγε εξορία) και να πάει στη Νέα Υόρκη. Δούλεψε στη «Σπηλιά» όπου αποθεωνόταν απ’ τους ομογενείς. Στις 16 Νοέμβρη, βεβαρημένος απ’ τη μεγάλη συγκίνηση και την υπερένταση, «έσβησε» πάνω στο πάλκο. Για να τον γυρίσουν στην πατρίδα και να τον κηδέψουν, χρειάστηκε να γίνει έρανος (!!!) από παλιούς φίλους και συνεργάτες του (τα έξοδα της κηδείας τα πλήρωσε ο Ζαμπέτας), αφού – όπως οι περισσότεροι παλιοί ρεμπέτες έτσι και ο Στράτος – έκανε πολλούς πλούσιους, ενώ ο ίδιος ήταν πάντα άφραγκος.
Η προσφορά του Στράτου είναι αναμφισβήτητα μεγάλη. Πολλοί δημιουργοί αναδείχτηκαν μέσα απ’ τη φωνή του, ενώ σε κάποιους άνοιξε τις πόρτες της δισκογραφίας. Τραγούδησε πολλές εκατοντάδες τραγούδια σε δίσκους, τα περισσότερα από κάθε άλλο λαϊκό τραγουδιστή. Υπάρχουν και αρκετά τραγούδια όπου αναφέρεται και ως δημιουργός, πράγμα που μπορεί να ισχύει για τους στίχους, αλλά είναι απίθανο να ισχύει και για τη σύνθεση, αφού είναι γνωστό πως ο Στράτος δεν έγραφε μουσική και μάλλον πρόκειται για «τραγούδια – δώρα» απ’ τους δημιουργούς που τους βοήθησε να καταξιωθούν. Οι μεγάλοι λαϊκοί δημιουργοί τον χαρακτήριζαν σαν το μεγαλύτερο τραγουδιστή της κλασικής εποχής του ρεμπέτικου, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «στο λαιμό του είχε φωλιές από αηδόνια».
Ανεστης Δελιας
Ο Ανέστης Δελιάς (Δέλιος το πραγματικό του επίθετο), ίσως η πλέον τραγική φιγούρα στο χώρο του ρεμπέτικου τραγουδιού, γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1912 και πέθανε ηρωϊνομανής στην Αθήνα τον Ιούλιο του 1944. Καταγόταν από μουσική οικογένεια. Ο παππούς του Σιδερής Δέλιος έπαιζε βιολί, ο πατέρας του Παναής (με παρατσούκλι Μαύρη Γάτα) σαντούρι και ο θείος του Μιχάλης, βιολί.
Ο Ανέστης με τη μητέρα του Φωτεινή, έγκυο στη μικρότερη αδελφή του Ελένη, και την άλλη αδελφή του Στέλλα, έρχονται πρόσφυγες στην Ελλάδα μετά την καταστροφή της Σμύρνης, ενώ ο πατέρας του έχει σκοτωθεί από τους Τούρκους. Στην Ελλάδα ο Ανέστης δουλεύει σε διάφορες δουλειές για να συντηρήσει την οικογένειά του.
Υπήρξε αυτοδίδακτος μουσικός. Αρχικά έπαιζε κιθάρα, στη συνέχεια μπαγλαμά και μετά το 1930 μπουζούκι.
Γύρω στα 1930 δουλεύει σε ταβέρνα στη Δραπετσώνα. Εκεί γνωρίζεται με πολλούς μπουζουξήδες από τους παλιότερους (Νίκος Αϊβαλιώτης, Σκούρτης ο τυπογράφος, κ.ά) αλλά και τους νεότερους (Μάρκος Βαμβακάρης, Στράτος Παγιουμτζής κ.ά.). Πήρε μέρος στην πρώτη ρεμπέτικη κομπανία με το Μάρκο Βαμβακάρη, το Γιώργο Μπάτη και το Στράτο Παγιουμτζή που εμφανίστηκε στη μάντρα του Σαραντόπουλου στην Ανάσταση του Πειραιά το 1934. Τότε γνωρίζεται με τη Νταίζη Σταυροπούλου, η οποία τον ερωτεύεται παράφορα.
Μοιραίο ρόλο στη ζωή του έπαιξε, από το 1937 που τη γνώρισε, μια πόρνη από τα μπουρδέλα των Βούρλων η Κ. Σκουλαρίκα ή Σκουλαρικού που τον ρίχνει στην πρέζα. Μάταια προσπαθεί ο φίλος του Μήτσος Καρυδάκιας (μπουζουξής, συνθέτης του σπουδαίου τραγουδιού “Αφότου εγεννήθηκα” που δολοφονήθηκε στα 1942) να τον βοηθήσει νακόψει την πρέζα. Το 1938 ο Μ. Γενίτσαρης τον βρίσκει εξόριστο ως τοξικομανή στη Νιό. Τον βοηθάει να κόψει την πρέζα. Όταν επιστρέφει από την εξορία για να ξεφύγει από τη Σκουλαρικού και την πρέζα φεύγει με τη Νταίζη Σταυροπούλου για τη Θεσσαλονίκη. Δουλεύει εκεί για μικρό διάστημα και τελικά παρατάει τη Νταίζη στη Θεσσαλονίκη (όπου την ανακαλύπτει ο Τσιτσάνης και αρχίζει η δικογραφική της καριέρα), επιστρέφει στην Αθήνα και στην πρέζα. Με τη βοήθεια του Στράτου Παγιουμτζή και του Μπαγιαντέρα καταφέρνει και πάλι να την κόψει, αλλά για λίγο.
Το καλοκαίρι του 1944 παίζουν μαζί στου Βλάχου, ο Ανέστος, ο Στράτος και ο Γενίτσαρης. Παρά την πείνα και την εξαθλίωση ο Ανέστος εξακολουθεί να παίρνει ηρωΐνη. Έτσι, ένα πρωί τον μαζεύει το κάρο του δήμου, άψυχο έξω από τον τεκέ του Ντανάκουλη στο Μεταξουργείο.
Νταιζυ Σταυροπουλου
Γεννημένη στις αρχές της δεκαετίας του 1910, στο Άργος, βρίσκεται στα 1933 στην Αθήνα όπου μέσω ενός εξαδέλφου της γνωρίζεται με το Μήτσο Καρυδάκη ή Καρυδάκια, -ερασιτέχνης μπουζουξής, «αφανές» μέλος της παρέας του Πειραιώτικου ρεμπέτικου και πολύ καλός φίλος του Ανέστη Δελιά. Μέσω του Καρυδάκια, γνωρίζεται με τον Ανέστη Δελιά, όταν η ξακουστή «Τετράς του Πειραιά» εμφανιζόταν στη μάντρα του Σαραντόπουλου.
Αφηγείται η ίδια σε συνέντευξή της στον Κώστα Χατζηδουλή:
«..μου είπανε να είμαι πολύ προσεκτική, όταν θα μπαίναμε στο μαγαζί. Να μην κοιτάω ούτε δεξιά ούτε αριστερά, παρά μόνο μπροστά κατευθείαν στο πάλκο, γιατί οι άντρες που πήγαιναν εκεί ήταν ζόρικοι, πολύ σκληροί και ψόφαγαν για παρεξήγηση. … Με κοίταζε ο Ανέστης, τον κοίταζα κι εγώ…Και τότε ερωτευθήκαμε ο ένας τον άλλο…»
Ο Δελιάς είχε ήδη αρχίσει να γράφει και να ηχογραφεί τα πρώτα του τραγούδια. Σε πολλές από τις πρόβες που έκανε ο Δελιάς με τον Καρυδάκια στα τραγούδια του παρευρισκόταν και η Νταίζυ. Σύντομα όμως ο Ανέστης πέφτει στην πρέζα. Στα 1938, η Νταίζυ για να τον γλυτώσει φεύγει μαζί για τη Θεσσαλονίκη, όπου ο Ανέστης κάνει κάποιες εμφανίσεις στου «Κέρκυρα» (ταβέρνα σε μια κακόφημη περιοχή στην οδό Ειρήνης). Εκεί την συναντάει ο Τσιτσάνης (με προτροπή του Τούντα) που υπηρετούσε τη θητεία του στο Τάγμα τηλεγραφητών. Τον επόμενο χρόνο η Νταίζυ ηχογραφεί τα πρώτα τραγούδια της, συνθέσεις όλα του Βασίλη Τσιτσάνη: «Φίνα θα την περνάμε», (δίσκος Columbia DG-6547), «Μικρή μικρή σ’ αγάπησα» και η «Σκληρόκαρδη» (δίσκος HMV ΑΟ 2637).
Η μεγαλύτερη επιτυχία της, το τραγούδι που ουσιαστικά την έκανε γνωστή σ’ όλη την Ελλάδα ήταν το «Αφού μ’ αρέσει να γυρνώ» (δίσκος HMV AO-2655 του 1940). Η ίδια αφηγείται:
«…Ήταν μεσημέρι και είχα πιει κανά-δυο ουζάκια,.., και ο Φαλτάϊτς [1] φαίνεται ότι τον πήρε η μυρωδιά του ούζου.
–Νταίζυ μυρίζεις ούζο, μου λέει.
–Κύριε Φαλτάϊτς, του λέω, μ’ αρέσει, κι αφού μ’ αρέσει και να γυρνώ ακόμα, τον κόσμο τι τον μέλλει; Τα λόγια του τα αψηφώ, κι ας λέει ότι θέλει!.
Ήτανε εκεί και ο Βασιλειάδης και ο Τσιτσάνης. Μ’ άρπαξε αγκαλιά ο Τσάντας και μου λέει:
-Νταίζυ μου, να σε φιλήσω, τι είπες τώρα;
Φεύγουμε και οι τρεις και πάμε σ’ ένα καφενεδάκι, …, και κάτσαμε για να φτιάξουμε το τραγούδι.»
Μέχρι το κλείσιμο του εργοστασίου παραγωγής δίσκων το 1941 μετά την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα, η Νταίζυ ηχογράφησε όχι μόνο τραγούδια του Τσιτσάνη, αλλά και του Τούντα, του Σκαρβέλη, του Κοσμαδόπουλου, του Κηρομύτη, του Χρυσίνη, του Μπαξιβανόπουλου κ.ά.
Η φωνή της Νταίζης –η οποία δεν ανέβηκε ποτέ στο πάλκο των λαϊκών κέντρων- έμοιαζε με αυτήν του Στράτου Παγιουμτζή, γι’ αυτό και αποκλήθηκε και «Θηλυκός Στράτος». Όμως η επιτυχία της, εξόργισε το Στράτο με αποτέλεσμα να ξεσπάσει μεταξύ των δύο σπουδαίων καλλιτεχνών, γερή κόντρα.
Μετά την κατοχή, η Νταίζυ ηχογραφεί μόνο δύο τραγούδια, συνθέσεις του Βασίλη Τσιτσάνη : «Μαζί μου δεν ταιριάζεις» και «Στον Άγιο Κωνσταντίνο» (δίσκος Columbia DG-6617). Στη συνέχεια παντρεύεται. Ο άντρας της δε θέλει να ξανατραγουδήσει σε δίσκους. Έτσι αν και έχει αποκλειστικό συμβόλαιο με τη Columbia και παρά τις πιέσεις και απειλές από την εταιρεία, η Νταίζυ παύει οριστικά το τραγούδι. Όλα αυτά τα χρόνια και μέχρι το θάνατό της στα 1994:
«…πήγαινα στα διάφορα κέντρα και άκουγα τους παλιούς συναδέλφους. Χόρευα και κανένα ζεϊμπέκικο…»
αφηγείται η ίδια.
Μάρκος Βαμβακάρης
Ο Μάρκος προέρχονταν από φτωχή και πολυμελή οικογένεια. Γονείς του ήταν ο Δομένικος Βαμβακάρης και η Ελπίδα Προβελλεγίου. Είχε άλλα πέντε αδέλφια: Τον Λέανδρο, τον Φραγκίσκο, τον Αργύρη Βαμβακάρη, τη Ρόζα και τη Γκράτσια. Το 1912, η επιστράτευση του πατέρα του τον αναγκάζει να εγκαταλείψει το σχολείο πριν τελειώσει την τετάρτη τάξη και να δουλέψει στο κλωστήριο μαζί με τη μητέρα του. Στη συνέχεια έκανε πολλές δουλειές, όπως παραγιός σε μπακάλικα, σε χασάπικα, εφημεριδοπώλης και λούστρος, ώσπου ένα άτυχο περιστατικό το 1917 τον αναγκάζει να μπει λαθρεπιβάτης σε ένα βαπόρι και να το σκάσει από τη Σύρο για τον Πειραιά. Εκεί ξεκίνησε να δουλεύει ως γαιανθρακεργάτης και εννέα μήνες μετά εγκαθίσταται όλη η οικογένεια. Στον Πειραιά δούλεψε σαν γαιανθρακεργάτης, χαμάλης στα τελωνεία και κατέληξε εκδορέας στα σφαγεία. Το 1942 παντρεύεται με ορθόδοξο γάμο τη δεύτερη σύζυγό του Βαγγελιώ πράγμα που αποτέλεσε και την αιτία του αφορισμού του από την καθολική εκκλησία, λόγω της άρνησης της επισκοπής να ακυρώσει τον πρώτο καθολικό γάμο που είχε τελέσει σε πολύ μικρή ηλικία με την περιβόητη Ζιγκοάλα την πρώτη του γυναίκα. Ο αφορισμός έληξε γύρω στο 1966 αφού είχε ήδη αρχίσει η δεύτερη καριέρα του Μάρκου Βαμβακάρη. Από τη δεύτερη σύζυγο απέκτησε 3 παιδιά, το Βασίλη, το Στέλιο και τον Δομίνικο.
Η ενεργητική του ενασχόληση με τη μουσική άρχισε λίγο πριν πάει στρατιώτης το 1924-25, όταν άκουσε κατά τύχη ένα φίλο του πατέρα του, το Νίκο τον Αϊβαλιώτη να παίζει μπουζούκι. Μέσα σε έξι μήνες έμαθε το όργανο μόνος του, με μόνη καθοδήγηση τα ακούσματα από παλαιούς μπουζουκοπαίχτες που συναντούσε στους τεκέδες της εποχής. Παρ’ότι χειριζόταν πολύ καλά το όργανο, δεν έπαιζε επί πληρωμή, παρά μόνο με φίλους σε τεκέδες, μέχρι το 1934, οπότε λόγω οικονομικών αναγκών και μετά από παρότρυνση του βιολιτζή Βραχάμ συμμετείχε σε ορχήστρα επί πληρωμή. Λίγο καιρό αργότερα, το καλοκαίρι του 1934 συστήνει την πρώτη λαϊκή ορχήστρα, στη μάντρα του Σαραντόπουλου στην Ανάσταση Πειραιώς, την περίφημη «Τετράδα του Πειραιώς», αποτελούμενη από τον ίδιο και τους Γιώργο Μπάτη, Στράτο Παγιουμτζή, Ανέστη Δελιά. Ο Μάρκος Βαμβακάρης άρχισε να γράφει δικά του τραγούδια από το 1928-29, αλλά η καριέρα του στη δισκογραφία ξεκινά το δεύτερο εξάμηνο του 1932 στη νεόδμητη τότε Ελληνική Columbia όπου ηχογράφησε το πρώτο του τραγούδι το «Εφουμάραμ’ένα βράδυ» και το οργανικό «Σερφ ταξίμι» στην άλλη πλευρά του δίσκου. Ακολούθησε μια λαμπρή και πολύ παραγωγική καριέρα, τόσο στις δισκογραφικές εταιρείες όσο και στα νυχτερινά κέντρα, η οποία δε σταμάτησε ούτε την περίοδο της κατοχής. Παρ’όλ’αυτά, το 1950 ο Μάρκος Βαμβακάρης αρρωσταίνει από αρθρίτιδα, πράγμα που οδηγεί στην πλήρη καλλιτεχνική του απομόνωση. Ζει στην ανέχεια, κυρίως με περιοδείες στην επαρχία και σε πανηγύρια μέχρι το 1959 οπότε και τον καλεί ο Βασίλης Τσιτσάνης, ως νέος καλλιτεχνικός διευθυντής της Columbia, για να ηχογραφήσει νέα και παλιά τραγούδια του με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση. Στο σημείο αυτό αρχίζει η δεύτερη καριέρα του συνθέτη, ο οποίος είχε την τύχη να δει το έργο του αναγνωρισμένο. Πέθανε στο σπίτι του στην Κοκκινιά στις 8 Φεβρουαρίου του 1972.
Στους δίσκους, ο Μάρκος Βαμβακάρης συνήθως έπαιζε μπουζούκι και τραγουδούσε ο ίδιος.
Δισκογραφία
Τα ηχογραφημένα τραγούδια του Βαμβακάρη υπερβαίνουν τα 200. Η πλειοψηφία από αυτά ηχογραφήθηκε σε δίσκους 78 στροφών μεταξύ των ετών 1933 και 1956. Από το 1932 μέχρι το 1960 ηχογράφησε 149 τραγούδια δικής του σύνθεσης και 220 ως ερμηνευτής (131 δικά του και 89 άλλων δημιουργών) μεταξύ των οποίων συνθέσεις του Σπύρου Περιστέρη (30 τραγούδια), του Βασίλη Τσιτσάνη (24 τραγούδια), του Απόστολου Χατζηχρήστου (7 τραγούδια) και άλλων. Για να αποφύγει την περίπτωση κατάσχεσης των πνευματικών του δικαιωμάτων λόγω της δικαστικής αντιπαράθεσης με την πρώτη του σύζυγο, χρησιμοποίησε ως ψευδώνυμο το όνομα του παππού του , Ρόκος, ενώ αρκετά τραγούδια του έχουν κατοχυρωθεί στο όνομα φίλων του όπως του Γ. Φωτίδα, της Αθ. Παγκαλάκη ή Φωτίδα, του Μ. Μάτσα και άλλων.
Στελλάκης Περπινιάδης
Ο Στελλάκης Περπινιάδης γεννήθηκε στην Τήνο το 1899. Ήταν το τελευταίο παιδί της 11μελούς οικογένειας από τα οποία έζησαν μόνο τα πρώτα δυο αδέλφια, ο Ηλίας και η Ευγενία. Από το 1900 μέχρι το 1906 έζησε στην Αλεξάνδρεια, μετέπειτα μετακινήθηκε στην Κωνσταντινούπολη μέχρι και το 1919, ενώ αργότερα βρίσκεται στην Σμύρνη και στην Πόλη ως στρατιώτης του Ελληνικού στρατού. Ο πατέρας του δούλεψε για αρκετά χρόνια στο φούρνο του αδελφού του στον Γαλατά ενώ αργότερα μοίραζε ψωμί στα σπίτια με τη βοήθεια του μικρού Στελλάκη. Παράλληλα με το σχολείο ο μικρός Στελλάκης πήγαινε τακτικά και στην εκκλησία του Άγιου Ιωάννη των Χίων στον Γαλατά όπου έμαθε και να ψέλνει πλάι σε πολύ καλούς ψάλτες της εποχής. Στην Σμύρνη έμεινε μέχρι την κατάρρευση του μετώπου τον Αύγουστο του 1922. Με τις τραγικές μέρες της καταστροφής περνάει με τους μετανάστες στα Μεστά της Χίου (το χωριό της μητέρας του) και καταλήγει στον Πειραιά στην περιοχή της Δραπετσώνας. Μέχρι το 1925 ο Σταλλάκης Περπινιάδης εργάζεται σε χρωματοπωλείο ενώ παράλληλα συνεχίζει την ενασχόληση του ως ψάλτης. Την περίοδο κατά τα τέλη το 1930 ο Στελλάκης Περπινιάδης βρίσκεται και εργάζεται, στο μαγαζί του, στην περιοχή του Χαϊδαρίου. Πεθαίνει τον Σεπτέμβριο του 1977 στο σπίτι του στο Χαϊδάρι.
Η καλλιτεχνική του καριέρα ξεκινάει με την βοήθεια του μουσικού Μ. Μαργαρώνη, που τον παρακινεί να ασχοληθεί επαγγελματικά με το τραγούδι, του αγοράζει την πρώτη του κιθάρα και του κάνει τα πρώτα του μαθήματα. Ο Στελλάκης Περπινιάδης βγαίνει γρήγορα στο μουσικό στερέωμα τραγουδώντας σε ιδιωτικές γιορτές και γνωστά καφενεία του Πειραιά και της Δραπετσώνας. Για παράδειγμα η μαρτυρία του τραγουδιστή-κιθαρίστα Γιάννη Χατζή-Αγορόπουλου θέλει τον Στελλάκη Περπινιάδη να βρίσκεται, το καλοκαίρι το 1934, στο κέντρο του Σαραντόπουλου, στη Δραπετσώνα μαζί με τον Γιώργο Κάβουρα, τον Κώστα Νούρο και άλλους μουσικούς. Στην συνέχεια η «κομπανία των Μικρασιατών» βρίσκεται σε κέντρο στην πλατεία της Κοκκινιάς. Σταυροδρόμι στην καλλιτεχνική του καριέρα είναι η συνάντηση του με τον Παναγιώτη Τούντα το 1929-1930. Τη περίοδο εκείνη ο Παναγιώτης Τούντας του δίνει να τραγουδήσει το «Κουκλί της Κοκκινιάς» σε δεύτερη εκτέλεση (η πρώτη ήταν με τον Κώστα Ρούκουνα), το «Στον Ποδονίφτη» και δυο αμανέδες. Τον πρώτο καιρό ο Στελλάκης Περπινιάδης θα βγάλει μερικά ακόμα τραγούδια (7 με την Odeon και 6 με την Parlophone, και στην συνέχεια θα υπογράψει με την Columbia συμβόλαιο τραγουδιστή. Προς το τέλος του 1930 ανοίγει δικό του κέντρο στα Κουνέλια Χαϊδαρίου όπου περνούν όλα τα μεγάλα ονόματα του ρεμπέτικου χώρου, μεταξύ άλλων και ο καλός του φίλος Γιώργος Κάβουρας, ο οποίος και αφήνει σε αυτό την τελευταία του πνοή από εγκεφαλικό σε ηλικία 34 ετών. Την περίοδο 1946, με την επαναλειτουργία της Columbia στον Περισσό, ο Περπινιάδης εμφανίζεται δυναμικά στην δισκογραφία συνεργαζόμενος με νεότερους συνθέτες.
Κατά την καλλιτεχνική του σταδιοδρομία γνωρίστηκε με μεγάλους δημιουργούς όπως ο Δημήτρης Σέμσης, ο Κώστας Σκαρβέλης, ο Εμμανουήλ Χρυσαφάκης, ο Γιοβάν Τσαούς, ο Κώστας Καρίπης, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Στέλιος Χρυσίνης, ο Σπύρος Περιστέρης, ο Αντώνης Νταλγκάς, ο Βαγγέλης Παπάζογλου, ο Μιχάλης Γενίτσαρης καθώς και νεότερους (όπως ο Γιώργος Μητσάκης, ο Μανώλης Χιώτης, ο Κώστας Καπλάνης, ο Δημήτρης Σωφρονίου κ.α.) «βροντερούς» συνθέτες του ρεμπέτικου τραγουδιού. Σημαντική συνεργασία είχε και με τραγουδιστές και τραγουδίστριες όπως η Ρόζα Εσκενάζυ, η Άννα Πολίτισσα, η Ρίτα Αμπατζή, ο Στράτος Παγιουμτζής και άλλοι.
Στα 30 χρόνια της δισκογραφικής του σταδιοδρομίας ο Στελλάκης Περπινιάδης ηχογράφησε περίπου 400 τραγούδια. Σημαντική υπήρξε και η βοήθεια του σε πρώτες εμφανίσεις ή ξεκινήματα πολλών νέων ερμηνευτών όπως η Ιωάννα Γεωργακοπούλου, η Μαρίκα Νίνου, την οποία έβαλε να τραγουδήσει το 1947 στο κέντρο «Φλώριδα» της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, κ.α.
Γιοβαν Τσαους
Ο Γιάννης Εϊτζιρίδης ήταν ποντιακής καταγωγής. Γεννήθηκε στην Κασταμονή του Ικονίου της Μικράς Ασίας στα 1893. Ασχολήθηκε από μικρή ηλικία με τη μουσική, παίζοντας ταμπούρ και άλλα έγχορδα (βιολί, ούτι κ.ά.). Όντας Τούρκος υπήκοος υπηρέτησε στον Τούρκικο Στρατό με το βαθμό του Λοχία (Τσαούς), γι’ αυτό και απέκτησε το παρατσούκλι Γιοβάν Τσαούς. Πριν ακόμη τη Μικρασιατική καταστροφή, είναι πασίγνωστος ως μουσικός στη Μικρά Ασία, σε σημείο που να καλείται από το σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ για να παίξει στην αυλή του. Με τη Μικρασιατική καταστροφή, ο Γιοβάν Τσαούς βρίσκεται από τα παλάτια του Αβδούλ Χαμίτ, στα προσφυγικά υπόστεγα του Πειραιά. Μετά τα πρώτα δύσκολα χρόνια, η οικογένεια του κατόρθωσε να φτιάξει ένα διώροφο σπίτι, κοντά στις εγκαταστάσεις του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς, στην επέκταση των γραμμών του σιδηροδρομικού σταθμού του Πειραιά.
Στην Ελλάδα δε δούλεψε καθόλου σαν επαγγελματίας μουσικός. Έπαιζε και έγραφε για το κέφι του. Δεν ανέβηκε ποτέ σε πάλκο, με τη μορφή που πήρε στην Ελλάδα τα χρόνια εκείνα.
Δεν παίζω εγώ για να χορεύουν οι πουτάνες, έλεγε.
Ζούσε κάνοντας το ράφτη με βοηθό τη γυναίκα του Αικατερίνη, το γένος Καραγιώργη Χουρμούζη, στο
Έπαιζε για το κέφι του και τους φίλους του. (Τρίτος από δεξιά ο Γιοβάν Τσαούς και δίπλα του ο Νίκος “Τρελλάκιας” Μάθεσης)
ραφείο που εγκατέστησε στο ισόγειο του σπιτιού τους. Το 1930-31 νοίκιασαν και λειτούργησαν ένα μαγειριό-ουζερί προς το Πέραμα. Μετά το 1932 μετέτρεψε το ραφείο σε ουζερί.
Ο Γιοβάν Τσαούς απέκτησε τη φήμη του μεγαλύτερου δεξιοτέχνη μπουζουξή της εποχής του (φήμη που κατά ένα μέρος οφείλεται στα ατελείωτα ταξίμια του αλλά και στα «περίεργα» μουσικά του όργανα που κανείς άλλος από τους Πειραιώτες μπουζουξήδες δε μπορούσε να παίξει) με άριστες γνώσεις των δρόμων (μακάμ) της ανατολίτικης μουσικής τις οποίες μετέδωσε και σε άλλους σύγχρονούς του λαϊκούς δημιουργούς.
Την περίοδο 1935-37 κυρίως, φωνογραφεί στο όνομά του μια σειρά τραγουδιών και συμμετέχει στην ηχογράφηση λιγοστών τραγουδιών άλλων συνθετών, όπως για παράδειγμα του Τούντα. Ουσιαστικά παύει και αυτός (όπως και ο Βαγγέλης Παπάζογλου, κ.ά.) να φωνογραφεί μετά την επιβολή της Μεταξικής λογοκρισίας.
Το 1937 μετακόμισαν στην Κοκκινιά. Ο Γιοβάν Τσαούς πέθανε ξαφνικά τον Οκτώβριο του 1942 από δηλητηρίαση: Έφαγε τηγανόψωμο που έφτιαξε με χαλασμένο αλεύρι που το βρήκε σε ένα βομβαρδισμένο πλοίο στον Πειραιά. Λίγες ώρες αργότερα, από την ίδια αιτία, πέθανε και η γυναίκα του.
Ο Γιοβάν Τσαούς έγραψε αρκετά ρεμπέτικα αριστουργήματα αλλά φωνογράφησε μόνο δώδεκα στο όνομά του. Οι στίχοι των τραγουδιών του οφείλονται κυρίως στη γυναίκα του (ενώ σε ορισμένα οι στίχοι διορθώθηκαν από το στιχουργό Γιάννη Λελάκη, τον μετέπειτα συνεργάτη του Απόστολου Χατζηχρήστου). Από το σπίτι τους, η θέα των πρεζάκηδων που έβρισκαν καταφύγιο στα βαγόνια του τραίνου, θα συγκινήσει βαθειά το ζεύγος Εϊτζιρίδη και θα γράψει μερικά από τα ωραιότερα ρεμπέτικα με θεματολογία γύρω από τα ναρκωτικά, όπως για παράδειγμα το τραγούδι «Ο πρεζάκιας» (που μαζί με το «Ο πόνος του πρεζάκια» του Δελιά είναι ίσως τα συγκλονιστικότερα τραγούδια του είδους).
Τα τραγούδια του τραγούδησαν ο ερασιτέχνης τραγουδιστής, μηχανουργός στο επάγγελμα Αντώνης Καλυβόπουλος και ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο οποίος έγραψε και τους στίχους σε τρία τραγούδια («Βλάμισσα», «Η Ελένη η ζωντοχήρα» και «Γελασμένος») του Γιοβάν Τσαούς με τον όρο να τα τραγουδήσει ο ίδιος (γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να σταματήσει η συνεργασία του Γιοβάν Τσαούς με τον Καλυβόπουλο).
Τα τραγούδια του:
- Κατάδικος (δίσκος Columbia DG-6192 του 1936) με τον Αντώνη Καλυβόπουλο
- Ο πρεζάκιας (δίσκος HMV AO-2295 του 1936) με τον Αντώνη Καλυβόπουλο
- Γιοβάν Τσαούς (δίσκος HMV AO-2295 του 1936) με τον Αντώνη Καλυβόπουλο
- Πέντε μάγκες (δίσκος Columbia DG-6192 του 1936) με τον Αντώνη Καλυβόπουλο
- Παραπονούνται οι μάγκες μας (δίσκος HMV AO-2321 του 1936) με τον Αντώνη Καλυβόπουλο
- Η Ελένη η ζωντοχήρα (δίσκος HMV AO-2321 του 1936) με τον Αντώνη Καλυβόπουλο
- Βλάμισσα (δίσκος Columbia DG-6242 του 1936) με το Στελλάκη Περπινιάδη
- Μάγκισσα (δίσκος Columbia DG-6242 του 1936) με το Στελλάκη Περπινιάδη
- Σε μια μικρούλα (δίσκος Columbia DG-6304 του 1937) με το Στελλάκη Περπινιάδη
- Διαμάντω αλανιάρα (δίσκος Columbia DG-6304 του 1937) με το Στελλάκη Περπινιάδη
- Δροσάτη Πελοπόννησος (δίσκος Columbia DG-6359 του 1938) με το Στελλάκη Περπινιάδη
- Γελασμένος (δίσκος Columbia DG-6502 του 1939) με το Στελλάκη Περπινιάδη
Σύμφωνα με διάφορες μαρτυρίες, τα τραγούδια: «Βαρβάρα» και «Εγώ θέλω πριγκηπέσσα» (στα οποία άλλωστε παίζει μπουζούκι ο Γιοβάν Τσαούς) που εμφανίζονται ως δημιουργίες του Παναγιώτη Τούντα είναι δικές του συνθέσεις.
Ροζα Εσκεναζυ
Η ονομαστή τραγουδίστρια Ρόζα Εσκενάζυ γεννήθηκε στα τέλη του 19ου ή τις αρχές του 20ου αιώνα στην Πόλη και πέθανε στην Αθήνα (Περιστέρι) το 1980.
Η Ρόζα Εσκενάζυ, σεφαρδίτικης καταγωγής (Ισπανοεβραία), γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ των ετών 1883 – 1905 και πέθανε στο σπίτι της, στην Κηπούπολη Περιστερίου στις 2 Δεκεμβρίου του 1980.
Το ακριβές έτος γεννήσεώς της είναι ασαφές. Ο Π. Κουνάδης, χρονολογώντας βάσει διηγήσεων του γιού του Μήτσου Σέμση, το τοποθετεί μεταξύ 1883 και 1887. Από την άλλη, τα επίσημα έγραφα (που συνετάχθησαν μετά την άφιξή της στην Ελλάδα) αναφέρουν 1905. Υπάρχει δηλαδή τεράστιο χάσμα!
Εντός της πρώτης δεκαετίας της ζωής της Ρόζας Εσκενάζυ, η οικογένεια της μετακομίζει στην Θεσσαλονίκη. Από εκεί θα βρεθεί στον Πειραιά όπου θα ξεκινήσει αρχικά ως χορεύτρια γύρω στο 1910. Ωστόσο, γρήγορα θα ασχοληθεί με το τραγούδι όπου αρχικά ερμηνεύει τόσο ελληνικά όσο και τούρκικα και αρμένικα τραγούδια.
Τα τέλη πλέον της δεκαετίας του 1920 έχουν φτάσει και η Ρόζα κάνει τις πρώτες της ηχογραφήσεις με τραγούδια του Παναγιώτη Τούντα. Σύντομα η φωνή της γίνεται αναγνωρίσιμη και μέσα στη δεκαετία του 1930 φωνογραφεί πληθώρα σμυρναίικων, ρεμπέτικων και δημοτικών τραγουδιών (περίπου 500 στον αριθμό) αποτέλεσμα της συνεργασίας της με κορυφαίους συνθέτες της Σμύρνης και της Πόλης (Σκαρβέλης, Περιστέρης, Τούντας, Τζόβενος, Παπάζογλου και άλλοι) .Ειρωνεία της τύχης, το ρεμπέτικο του τεκέ, που τόσο πιστά υπηρέτησε, έμελλε να σβήσει αφορμή ενός δικού της τραγουδιού. Το «Πρέζα όταν πιείς» αποτέλεσε την τέλεια αφορμή για την επιβολή μιας ήδη προδιαγεγραμμένης λογοκρισίας και απαγόρευσης απ’ το Μεταξικό καθεστώς. Έτσι σφραγίστηκε η πρώτη περίοδος του ρεμπέτικου τραγουδιού, η λεγόμενη και προπολεμική. Δεκαετία του ’40 και πριν τα κανόνια του Β’ παγκοσμίου πολέμου ηχήσουν, η Ρόζα πραγματοποιεί καλλιτεχνική περιοδεία στα Βαλκάνια, την Τουρκία και την Μέση Ανατολή ενώ μετά τη λήξη του πολέμου περιόδευσε και στις Η.Π.Α, όπου το ελληνικό στοιχείο ανθούσε. Τη δεκαετία του 1970, με το μεταγενέστερο ενδιαφέρον που εκδηλώθηκε για το ρεμπέτικο, η Ρόζα έρχεται και πάλι στην επιφάνεια παραμένοντας ενεργή ως το τέλος. Υπήρξε η πρώτη γυναίκα στην Ελλάδα που τραγούδησε σε πάλκο. Η ερμηνεία, το ύφος και η τεχνική της αποτελούν ακόμη και σήμερα σημείο αναφοράς όλων των τραγουδιστριών που ασχολούνται με το ρεμπέτικο τραγούδι.
Σταυρος Τζουανακος
Ο Σταύρος Τζουανάκος γεννήθηκε στις 14 Αυγούστου του 1925 στον Πειραιά και πέθανε στη μακρινή Φλώριδα των ΗΠΑ στις 17 Δεκεμβρίου του 1974, σε ηλικία μόλις 49 ετών. (Κατά τον Τάσο Σχορέλη γεννήθηκε το 1921, όμως η πληροφορία αυτή δεν είναι σωστή). Κατάγεται από φτωχή οικογένεια και είναι γόνος του Μανιάτη Θανάση και της Πειραιώτισσας Ελένης Τζουανάκου.
Ο Σταύρος Τζουανάκος αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα ολοκληρωμένου δημιουργού. Τη χρονική περίοδο από το 1948 έως και το 1964 πρόσφερε στο ρεμπέτικο και λαϊκό τραγούδι περίπου 100 όμορφα τραγούδια που γνώρισαν μεγάλη επιτυχία. Είναι αναμφίβολα σημαντικός συνθέτης του Ρεμπέτικου και εκφραστικότατος τραγουδιστής του.
Ανήκει στην τελευταία «φουρνιά» των δημιουργών του νεώτερου ρεμπέτικου τραγουδιού (1940 – 1955) και θα μπορούσε να πει κανείς πως είναι ο τελευταίος των «Μοϊκανών»-Ρεμπετών σαν συνθέτης και στιχουργός. Αποτελεί σοβαρό κεφάλαιο για το Ρεμπέτικο Τραγούδι, που είναι άγνωστο τι διαστάσεις θα είχε πάρει το έργο του αν δεν έφευγε τόσο νέος από τη ζωή. Μάλλον δεν πρόλαβε να δώσει στο έργο του την πλήρη διάστασή του από άποψη όγκου και ποικιλίας. Η ποιότητά του όμως, στις υπάρχουσες δημιουργίες του, είναι αναμφίβολα δεδομένη.
– Η φωνή του ήταν υπέροχη, με τεράστιες δυνατότητες και σαν πρώτη και σαν δεύτερη. Γνήσια ρεμπέτικη, φωνάρα, εκφραστική και νταλγκαδιάρικη. Την ακούς και σε «πειράζει» στην καρδιά, «φτιάχνεσαι»………
Το έχω ξαναπεί και θα το ξαναπώ για μια φορά ακόμη πως: Κατά προσωπική μου εκτίμηση και προτίμηση, ο Σταύρος Τζουανάκος, ως ερμηνευτής, κατατάσσεται αναμφίβολα ανάμεσα στους πέντε πρώτους μεταπολεμικούς άντρες τραγουδιστές του γνήσιου ρεμπέτικου (με τυχαία κατάταξη: Πρόδρομος Τσαουσάκης, Σταύρος Τζουανάκος, Οδυσσέας Μοσχονάς, Θανάσης Ευγενικός και Γιάννης Κυριαζής). Με εξαίρεση βέβαια πάντα, μετά το 1952, τον ανυπέρβλητο Στέλιο Καζαντζίδη, βασιλιά του κατοπινού (μετά το 1955) λαϊκού τραγουδιού.
Από πολύ μικρή ηλικία ο Σταύρος έδειξε πως είχε κλίση στη μουσική, λόγω όμως οικογενειακών οικονομικών δυσκολιών οι γονείς του δεν μπόρεσαν να τον ωθήσουν, παρά μόνον στην εφηβεία του, προσφέροντάς του το πρώτο του όργανο, που ήταν μια κιθάρα. Αυτοδίδακτος, με πολύ όρεξη, έμαθε πολύ γρήγορα να παίζει αρκετά καλά. Αργότερα μαθαίνει και τρίχορδο μπουζούκι, στο οποίο τελειοποιείται.
Για να βοηθήσει οικονομικά την οικογένειά του, αναγκάζεται από πολύ μικρός να εργαστεί. Μαθαίνει λίγο την τέχνη του χρυσοχόου εργαζόμενος σ’ ένα μαγαζί στην Ομόνοια, στο χρυσοχοείο του νονού και θείου του, κυρίως όμως έκανε βοηθητικές δουλειές. Ταυτόχρονα, πηγαίνει στο σχολείο στον Πειραιά και τελειώνει με χίλιες δυσκολίες το νυχτερινό Γυμνάσιο (οκτατάξιο τότε). Παράλληλα, στην εφηβεία του, μαθαίνει και την τέχνη του υδραυλικού, την οποία έκτοτε εξασκούσε στις δύσκολες περιόδους της ζωής του παράλληλα με την απασχόλησή του σαν μουσικός και τραγουδιστής.
Από τα πρώτα ακόμα χρόνια της Κατοχής ο Σταύρος Τζουανάκος ασχολήθηκε με το ρεμπέτικο τραγούδι σαν συνθέτης, μπουζουξής, κιθαρίστας και τραγουδιστής, όταν πρωτοεμφανίστηκε το 1942 (ή λίγο πριν) με τον Γιάννη Σαμιώτη, τον Παναγιώτη Πετσά και άλλους στην ταβέρνα του Γιούλη, στην οδό Πατησίων της Αθήνας. Ξεκίνησε λοιπόν παίζοντας σε ταβέρνες, ενώ παράλληλα εργαζόταν και σαν υδραυλικός.
Η σοβαρή επαγγελματική του καριέρα αρχίζει αμέσως μετά την απελευθέρωση (1944), δίπλα στον Μανώλη Χιώτη, ο οποίος εκτιμώντας ιδιαίτερα το ερμηνευτικό ταλέντο του Τζουανάκου, τον πήρε μαζί του στο πάλκο.
Σιγά-σιγά γνωρίζεται με τους γνωστότερους καλλιτέχνες του χώρου και της εποχής εκείνης και το 1948 του δίνεται η ευκαιρία να γραμμοφωνήσει τα δύο πρώτα του τραγούδια στην Columbia: το «Ένας διαβάτης», με στίχους του Κώστα Κοφινιώτη και ερμηνευμένο απαράμιλλα από τον ίδιο και το «Θέλω να πάψεις να γελάς, θέλω να κλαις», με στίχους δικούς του, ερμηνευμένο από τον πρωτοεμφανιζόμενο Ανδρέα Σπαγγαδώρο και τον Μανώλη Χιώτη και με μπουζούκια το Χιώτη και τον ίδιο τον Τζουανάκο. Ο πρώτος του δίσκος γραμμοφώνου, με τα δυο συγκεκριμένα τραγούδια, κυκλοφόρησε λίγο αργότερα στις 17 Φεβρουαρίου του 1949 με μεγάλη επιτυχία.
Λίγες ημέρες αργότερα από την πρώτη του ηχογράφηση το 1948, γραμμοφωνεί στην His Master’s Voice το περίφημο τραγούδι του «Γυναίκα είναι, γυναίκα μένει», με δικούς του στίχους, ερμηνευμένο υπέροχα και μοναδικά από το θρυλικό ντουέτο του ελληνικού λαϊκού πενταγράμμου Στελλάκης Περπινιάδης και Ιωάννα Γεωργακοπούλου
Επηρεασμένος έντονα από τα σκληρά και απάνθρωπα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου, ο Σταύρος Τζουανάκος μεταφέρει στα τραγούδια του –ίσως καλύτερα και εντονότερα από τους άλλους λαϊκούς συνθέτες της εποχής του– το κλίμα της μελαγχολίας, της κοινωνικής αδικίας, της στέρησης, της απόγνωσης και αποσύνθεσης της ελληνικής κοινωνίας, της ερωτικής απόγνωσης και της απιστίας, του χωρισμού, του Χάρου και του Άδη, κλπ. Συχνά όμως στα τραγούδια του κινείται και σε κλίμακες αισιοδοξίας.
Προσωπικά, νομίζω πως στο είδος του είναι μοναδικός και ανεπανάληπτος!
Είναι τόσο ωραία τα τραγούδια του που προκαλούν θαυμασμό και ζήλια στο σινάφι του, ανάμεσα στους γνωστούς συνθέτες της εποχής. Ο νέος συνθέτης Τζουανάκος κερδίζει γρήγορα την εμπιστοσύνη των διασημότερων στιχουργών της εποχής, που του δίνουν μερικά από τα καλύτερά τους τραγούδια. Έτσι, από τους παλαιότερους, συνεργάζονται μαζί του ο Νίκος Μάθεσης-Τρελλάκιας, ο Μπάμπης Βασιλειάδης-Τσάντας, ο Νίκος Ρούτσος, ο Κώστας Μάνεσης, ο Κώστας Κοφινιώτης και ο Κώστας Μακρής. Και από τους νεώτερους, η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου (η θρυλική Γριά), ο Κώστας Βίρβος, ο Χρήστος Αργυρόπουλος, ο Ν. Μεϊμάρης, ο Νίκος Γκούμας, ο Χρήστος Κολοκοτρώνης, κ.α.
– Είναι αξιοσημείωτο να τονιστεί ότι η μεγάλη του επιτυχία συμπορεύεται την ίδια εποχή που μεσουρανούν τα «ιερά τέρατα» του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού, όπως ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Γιώργος Μητσάκης, ο Γιάννης Παπαϊωάννου και ο Μανώλης Χιώτης, με πολλές και τεράστιες επιτυχίες στο ενεργητικό τους ο καθένας απ’ αυτούς. Μιλάμε για την τετράδα των δημιουργών με την κατ’ εξοχή μεγαλύτερη δισκογραφική παρουσία και τις μεγαλύτερες λαϊκές επιτυχίες της περιόδου εκείνης.
Όμως, φαίνεται πως εκτός συναγωνισμού, ο Σταύρος Τζουανάκος γράφει τη δική του καλλιτεχνική πορεία, γιατί είναι καμωμένος από άλλη στόφα και ανήκει σ’ άλλη σχολή! Με άλλο ύφος και ποιότητα «μεταξένια» (χωρίς να γίνονται συγκρίσεις).
Μπορεί να πει κανείς πως μοιάζει κάπως με τον Γιάννη Τατασόπουλο-Ντίλιγκρερ, με τον οποίο «έδεσε» σαν δίδημο μπουζουκικό και τραγουδιστικό στο πάλκο και στα στούντιο (κυρίως ως εκτελεστές), παίζοντας οι δυο τους μπουζούκι πρίμο-σεγκόντο (ψηλά-χαμηλά) και ηχογραφώντας μαζί αρκετά τραγούδια τους. Κατά τη διάρκεια της επιτυχούς συνεργασίας τους, το δίδυμο Τζουανάκος – Τατασόπουλος, εμφανίστηκε κατά καιρούς με δικά του συγκροτήματα σε διάφορα λαϊκά μαγαζιά, όπως το «Ταμπού» στη Μεσογείων, κ.α.
Από το 1948 μέχρι και το 1956 ο Τζουανάκος εμφανίζεται με διάφορα λαϊκά σχήματα, σε διάφορα γνωστά λαϊκά μαγαζιά της εποχής εκείνης. Την περίοδο 1950 – 1953 εμφανίζεται αρκετές φορές στα κέντρα διασκέδασης «Πίνδος» του Αλεξανδριανού και «Θείος» στη Νέα Φιλαδέλφεια, παρέα με τον Μανώλη Χιώτη, τον Απόστολο Καλδάρα, τον Δημήτρη Στεργίου-Μπέμπη, κ.α. Επίσης εμφανίστηκε και σ’ άλλα μαγαζιά μαζί με τους Ανδρέα Σπαγγαδώρο, Γιάννη Σταματίου-Σπόρο, Μαρίκα Νίνου (με την οποία τραγούδησε ντουέτο –και σε δίσκους, ευτυχώς για μας– εκπληκτικά τραγούδια), Ρένα Ντάλια, Χρήστο Σύρπο (Χρηστάκης), Πόλυ Πάνου, κ.α.
Ο Σταύρος Τζουανάκος, εκτός από τα δικά του τραγούδια, τραγούδησε σε δίσκους υπέροχα, με έντονο προσωπικό στυλ, ωραιότατα τραγούδια και άλλων συνθετών, όπως των Βασίλη Τσιτσάνη, Μανώλη Χιώτη, Γιάννη Τατασόπουλου, Γιώργου Μητσάκη, Γιάννη Κυριαζή, Μπάμπη Μπακάλη-Τρικαλινού, Γιώργου Λαύκα, Στέλιου Χρυσίνη, Κώστα Καπλάνη, Ακη Σμυρναίου, Παναγιώτη Πετσά, Γρηγόρη Μπιθικώτση, κ.α.
Το 1956 γνωρίζει τη μέλλουσα σύζυγό του Μαρία-Ρίτα Μπινοπούλου, αδελφή της γνωστής ηθοποιού Άννας Γκαλ, η οποία ήταν γυναίκα του Μάριου Δαλέζιου, γνωστού ιδιοκτήτη του πασίγνωστου λαϊκού κέντρου-καφενείου στην οδό Ίωνος 8 (που ήταν το στέκι των μεγαλύτερων λαϊκών καλλιτεχνών της εποχής). Η γνωριμία τους έγινε στη περίφημη «Τριάνα» του Χειλά, στη Συγγρού, που τότε ήταν το πρώτο λαϊκό μαγαζί της Αθήνας και ο Σταύρος Τζουανάκος εμφανιζότανε εκεί με δικό του λαϊκό συγκρότημα το χρονικό διάστημα 1955 – 1956. Οι δύο νέοι, Σταύρος και Μαρία, ερωτεύονται κεραυνοβόλα και παντρεύονται το 1957.
Την ίδια χρονιά, ο Σταύρος πραγματοποιεί το πρώτο του ολιγόμηνο καλλιτεχνικό ταξίδι του στην Αμερική, όπου εμφανίστηκε στα Ελληνικά κέντρα διασκέδασης «Νέα Ζωή», «Club Astor», «Zorba» και «Garden of Allah» και συνεργάστηκε εκεί με άλλους Έλληνες ξενιτεμένους μουσικούς και τραγουδιστές όπως, οι Γιάννης Τατασόπουλος, Μαρίκα Νίνου, Κώστας Καπλάνης, κ.α.
Επιστρέφει στην Ελλάδα και εντυπωσιασμένος από το ταξίδι του αυτό αποφασίζει με τη γυναίκα του να μεταναστέψει για οριστική εγκατάσταση πλέον στην Αμερική, το 1958. Με το ζεύγος Τζουανάκου αποφασίζει να φύγει και η Άννα, η αδελφή της Μαρίας, εγκαταλείποντας τον Μάριο Δαλέζιο.
(Κατά μια άλλη πληροφόρηση, ο Τζουανάκος πρωτοπήγε για εμφανίσεις στην Αμερική το 1954, όπου γνώρισε μεγάλη επιτυχία και έμεινε εκεί δύο χρόνια. Όμως, η πληροφορία αυτή –από διασταυρωμένα στοιχεία– είναι παντελώς αβάσιμη).
Η Μαρία, η σύζυγός του Σταύρου, τον συμπαραστέκεται όχι μόνο στις αποφάσεις του αλλά και στο πάλκο, συνοδεύοντάς τον με την ωραία φωνή που διέθετε. Με την αναχώρηση του Τζουανάκου, η Ελλάδα, το ρεμπέτικο σινάφι, το Ρεμπέτικο Τραγούδι και οι χιλιάδες των θαυμαστών του χάνουν από κοντά τους ακόμα έναν απαράμιλλο λαϊκό καλλιτέχνη. Τον έφαγε κι αυτόν η Αμερική. Είναι η μοίρα των φτωχών, γιατί ο Σταύρος δεν ήταν τυχοδιώκτης. Απλά έψαχνε κι αυτός για μια καλύτερη μοίρα.
Το ζεύγος Τζουανάκου, ένα χρόνο μετά το γάμο τους, αποκτούν το 1958 το πρώτο τους παιδί, το Θανάση και το 1964 την κόρη τους Ιωάννα (Joanna). Και τα δυο παιδιά παρέμειναν και ζουν στην Αμερική. Η μικρή Τζοάννα φαίνεται πως έχει καλή φωνή, αφού στο (μάλλον) τελευταίο τραγούδι του Τζουανάκου, το «ΔΕΝ ΕΙΜ’ Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΟΥ ΠΟΥ ΑΓΑΠΑΣ», το 1974, συνοδεύει τον πατέρα της τραγουδώντας μαζί με την Μαρία Φλώρη, στην τρυφερή ηλικία των μόλις 10 ετών!
Μετά την εγκατάστασή τους στις ΗΠΑ και πολύ σύντομα, ο Τζουανάκος γίνεται πασίγνωστος και περιζήτητος, ένα από τα πρώτα ονόματα των Ελλήνων μουσικών. Δουλεύει ασταμάτητα, όπου τον καλούν, σε εκδηλώσεις, συναυλίες, γιορτές, γάμους, κλπ.
Κωστας Καριπης
Για το σπουδαίο αυτό Κωνσταντινοπολίτη κιθαρίστα, τραγουδιστή και συνθέτη, που ήρθε στην Αθήνα, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή στα 1922, δεν είναι γνωστά ούτε το έτος γέννησης ούτε το έτος θανάτου. Ο Τάσος Σχορέλης στη Ρεμπέτικη Ανθολογία του, αναφέρει ως έτος γέννησης το 1865 και έτος θανάτου το 1944, ενώ ο Παναγιώτης Κουνάδης βασιζόμενος σε αφηγήσεις φίλων και συναδέλφων του αλλά και των αρχείων της Columbia όπου φαίνεται να συμμετέχει σε ηχογραφήσεις μέχρι και το 1951, αναφέρει ότι γεννήθηκε μεταξύ 1890 – 1895 και πέθανε περί το 1952 – αφού τότε χάνονται ξαφνικά τα ίχνη του. Σημαντικό ρόλο στην έλλειψη στοιχείων για τον Κώστα Καρίπη έπαιξε το γεγονός ότι δεν είχε οικογένεια.
Είναι όμως γεγονός ότι, όταν στα 1922 ήρθε στην Ελλάδα είχε ήδη τη φήμη σπουδαίου μουσικού. Έτσι από το 1923 αρχίζει να εργάζεται ως κιθαρίστας και τραγουδιστής με διάφορα Σμυρνέικου ύφους συγκροτήματα, ενώ αργότερα τον βρίσκουμε ως κιθαρίστα σε Πειραιώτικου ύφους ρεμπέτικα συγκροτήματα.
Δισκογραφικά εμφανίζεται το 1925 τραγουδώντας παραδοσιακά τραγούδια, αμανέδες και συνθέσεις διαφόρων Μικρασιατών συνθετών. Από το 1928 αρχίζει να εμφανίζεται στη δισκογραφία και ως συνθέτης, ενώ σιγά – σιγά παύει να τραγουδά ο ίδιος και συμμετέχει μόνο ως κιθαρίστας σε πάρα πολλές ηχογραφήσεις άλλων συνθετών. Τραγούδια του έχουν πει οι περισσότεροι γνωστοί τραγουδιστές της εποχής: Ρόζα Εσκενάζυ, Ρίτα Αμπατζή, Στελλάκης Περπινιάδης, Κώστας Ρούκουνας, Στράτος Παγιουμτζής, Γιώργος Κάβουρας, η Ιωάννα Γεωργακοπούλου κ.ά.
Μεταπολεμικά συνεχίζει ως κιθαρίστας την παρουσία του στο πάλκο και στις ηχογραφήσεις κυρίως του Β. Τσιτσάνη, του Γ. Μητσάκη, του Γιάννη Παπαϊωάννου και άλλων συνθετών, ενώ μόνο τρία τραγούδια του έχουν μέχρι τώρα εντοπιστεί, με τη Σωτ. Μπέλλου, τον Στελλάκη Περπινιάδη και την Ι. Γεωργακοπούλου.
Στελιος Κηρομυτης
O Στέλιος Κηρομύτης γεννήθηκε στα 1908 στου Βάβουλα τη γούβα στον Πειραιά. Καταγόταν από ευκατάσταστη οικογένεια. Ο πατέρας του Χαρίλαος, με καταγωγή από την Προύσσα, αν και ο ίδιος έπαιζε ερασιτεχνικά μπουζούκι, απαγορεύει στο νεαρό Στέλιο να το πιάσει στα χέρια του.
«Αν μάθει ο Στέλιος μπουζούκι, τον χάσαμε. Δε θα μάθει μπουζούκι!», έλεγε.
Παρ’ όλες τις απαγορεύσεις και το ξύλο που έφαγε από τον πατέρα του, παίρνει τα πρώτα μαθήματα κρυφακούγοντας και βλέποντας τον πατέρα του, αλλά και άλλους παλιότερους μπουζουκτσήδες στα κουτούκια του Πειραιά. Από το 1923 γνωρίζεται με το Μάρκο Βαμβακάρη, με τον οποίο γίνονται καλοί φίλοι μετά το 1925, όταν, όντας φαντάρος στον Πειραιά ο Μάρκος, συχνάζει στο ίδιο καφενείο όπου πήγαινε και ο Κηρομύτης, για «να εξασκηθεί» στο μπουζούκι. Έχοντας αποκτήσει αυτοπεποίθηση για το παίξιμό του αρχίζει -όπως και άλλοι μπουζουκτσήδες της γενιάς του, ο Μάρκος, ο Δημήτρης Γκόγκος (Μπαγιαντέρας), ο Δελιάς, ο Καρυδάκιας- να παίζει σε διάφορα ιδιωτικά γλέντια αλλά και στους τεκέδες του Πειραιά.
Στα 1934 η πρώτη ρεμπέτικη κομπανία υπό το Μάρκο Βαμβακάρη, εμφανίζεται επαγγελματικά πλέον στη μάντρα του Σαραντόπουλου στην Ανάσταση στον Πειραιά. Σύντομα ο Ανέστης Δελιάς μετά από διαφωνία με το Βαμβακάρη (καθώς θεωρούσε τον εαυτό του ριγμένο στο μεροκάματο και τη μοιρασιά της «χαρτούρας») αποχωρεί από τη θρυλική Τετράδα του Πειραιά, και ο Στέλιος Κηρομύτης παίρνει τη θέση του. Έτσι κάνει την πρώτη του εμφάνιση στα λαϊκά πάλκα, αρχικά στου Κερατζάκη στην Ανάσταση του Πειραιά και αργότερα στο “Δάσος” του Α. Βλάχου στο Βοτανικό.
Στέλιος Κηρομύτης – Γιάννης Σταμούλης (Μπιρ Αλλάχ) – Γιώργος Μητσάκης και ένας φίλος τους
Σε αντίθεση με άλλους ρεμπέτες, ήταν πάντα άψογα ντυμένος και με την τελευταία λέξη της μόδας, γι’ αυτό και του κόλλησαν το παρατσούκλι «αριστοκράτης».
Στα 1937 γραμμοφωνεί τα πρώτα του τραγούδια: «Στου Βάβουλα τη γούβα» και «Το λάθος μου αισθάνομαι». Εκτός από δικά του τραγούδια, ερμήνευσε με τη χαρακτηριστική του φωνή και άλλων συνθετών, όπως: του Κώστα Σκαρβέλη, του Παναγιώτη Τούντα, του Κώστα Καρίπη, του Βασίλη Τσιτσάνη και άλλων. Ιδιαίτερου ενδιαφέροντος είναι η δισκογραφική του συνεργασία σε αρκετά τραγούδια με την Ιωάννα Γεωργακοπούλου.
Στην πολυετή καριέρα του στα λαϊκά πάλκα συνεργάστηκε με τους περισσότερους από τους μεγάλους συνθέτες και τραγουδιστές του ρεμπέτικου, για παράδειγμα το ’48 βρίσκεται, στου «Τζίμη του Χοντρού», στην Αχαρνών, μαζί με Τσιτσάνη, Περιστέρη, Κασιμάτη, Ρούκουνα, Τουρκάκη, και τη νεαρή τότε Σωτηρία Μπέλλου ή την ίδια χρονιά στου Καλαματιανού στις Τζιτζιφιές με Τσιτσάνη, Χατζηχρήστο, Μάρκο, Μητσάκη, Παπαϊωάννου, Περιστέρη, Κασιμάτη κ.α. Με τον Βασίλη Τσιτσάνη η συνεργασία του διάρκεσε με διακοπές για δεκαεπτά περίπου χρόνια.
Ο Στέλιος Κηρομύτης πέθανε από καρκίνο, στις 7 Μάρτη του 1979.
Πηγες:
Οι βιογραφίες των καλλιτεχνών εχουν αντιγραφεί αυτούσιες απο:
-Ριζοσπαστης
– http://www.musicheaven.gr